- ημιλοχία
- ἡμιλοχία, ἡ (Α)στρ. μισός λόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -λοχία (< λόχος), πρβλ. δι-λοχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιλοχίας — ἡμιλοχίᾱς , ἡμιλοχία half fem acc pl ἡμιλοχίᾱς , ἡμιλοχία half fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιλοχίαν — ἡμιλοχίᾱν , ἡμιλοχία half fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιλοχιῶν — ἡμιλοχία half fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοιρία — η (AM διμοιρία) νεοελλ. στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο τού λόχου αρχ. μσν. τα δύο τρίτα τού όλου αρχ. 1. διπλή μερίδα 2. διπλός στρατιωτικός μισθός 3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιλοχίτης — ἡμιλοχίτης, ὁ (Α) [ημιλοχία] ο επικεφαλής ημιλοχίας … Dictionary of Greek
ημιλόχιον — ἡμιλόχιον, τὸ (Α) ἡμιλοχία, στρατιωτική δύναμη μισού λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λόχος] … Dictionary of Greek